- κρεμάδα
- η подвешенный виноград (на зимнее хранение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεμάδα — η σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ τού κρεμῶ + κατάλ. άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημ άδα, λεμον άδα)] … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek